- ῥαίστης
- ῥᾴδιοςeasyfem gen sg (attic epic ionic)ῥαΐστης , ῥᾴδιοςeasyfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιλοραίστης — Ἰλοραίστης και δωρ. τ. Ἰλοραίστας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τους Τρώες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἴλος + ραίστης (< ραίω «συντρίβω»), πρβλ. ανθρωπο ραίστης, λυκο ραίστης] … Dictionary of Greek
θυμοραϊστής — θυμοραϊστής, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο ραϊστής, λυκο ραϊστής] … Dictionary of Greek
ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
αλιρραίστης — ἁλιρραίστης, ο (Α) αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * + ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
ανθρωπορραίστης — ἀνθρωπορραίστης, ο (Α) 1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
βοορραίστης — βοορραίστης, ο (Α) αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»] … Dictionary of Greek
ραιστάζει — και ῥαστάζει Α (κατά τον Ησύχ.) «πονεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ρ. έχουν σχηματιστεί από τους αμάρτυρους τ. *ῥαιστός ή *ῥαιστής (< ῥαίω «συντρίβω, καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek